στυππέϊνος

στυππέϊνος
στυππέϊνος, η, ον,
A of tow, PRev.Laws 103.2 (iii B.C.), condemned by Phryn.233; also [full] στυππύϊνος, PMich.Zen.120.3 (iii B.C.); and [full] στιππόϊνος, [full] στιππύϊνος, [full] στιπύϊνος (qq. v.); [full] στύππινος, IG22.1414.26, 1527.34, PCair.Zen.755.6 (iii B.C.), Ph.Bel.102.15, D.S.1.35, cf. 11.
II metaph., like tow, feeble,

γέρων στύππινος Com.Adesp.855

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στυππέϊνος — ίνη, ον, Α βλ. στύπινος …   Dictionary of Greek

  • στύπινος — η, ο / στύπ(π)ινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, και στούπ(π)ινος, ίνη, ον, Μ, και στυππέϊνος και στιπ(π)ύϊνος και στυππόϊνος και στιππόϊνος και στιπύϊνος Α κατασκευασμένος από στουπί αρχ. μτφ. όμοιος με στουπί, αδύνατος, ασθενής («γέρων στύππινος», Κωμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”